καπρώ — καπρῶ, άω (Α) [κάπρος] 1. (για θηλυκό γουρούνι) έχω ορμή για οχεία 2. είμαι ασελγής, έκφυλος («καπρῶσα γραῡς», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
Κάπρω — Κάπρος boar masc nom/voc/acc dual Κάπρος boar masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπρω — κάπρος boar masc nom/voc/acc dual κάπρος boar masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάπρῳ — Κάπρος boar masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπρῳ — κάπρος boar masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάπρωι — Κάπρῳ , Κάπρος boar masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπρωι — κάπρῳ , κάπρος boar masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπρος — ὁ (AM κάπρος) ο αγριόχοιρος, το αγριογούρουνο («ερυμάνθειος κάπρος») αρχ. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε IE *kapro «τράγος, κριάρι» και συνδέεται ετυμολογικώς με λατ. caper, ουμβρικό cabru, αρχ. νορβ. hafr, που έχουν όλα τη σημ. «τράγος … Dictionary of Greek
καπρίζω — (Α) [κάπρος] καπρώ* … Dictionary of Greek
καπριώ — καπριῶ, άω (Α) [κάπρος] καπρώ* … Dictionary of Greek